-
1 μάρτυρας
[-υς (-υρος)] ο1) свидетель;μάρτυρας κατηγορίας (υπεράσπισης) — свидетель обвинения (защиты);
αυτόπτης μάρτυρας — очевидец;
γίνομαι ακούσιος μάρτυρας — быть невольным свидетелем;
μάρτυρας μονομαχίας — секундант;
2) мученик;αυτή η γυναίκα είναι μάρτυς эта женщина — мученица